πλανητόν

πλανητόν
πλανητός
wandering
masc acc sg
πλανητός
wandering
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλανητός — ή, όν, Α [πλανώμαι] 1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.) 2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει β) αυτός που αλλάζει κάτι γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”